- περισφαλής
- περισφαλήςvery slipperymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισφαλής — ές, Α [περισφάλλω] 1. ο πάρα πολύ ολισθηρός 2. ασταθής, μη στερεός, επισφαλής 3. μτφ. (για την τύχη) αυτός που ξεγλιστρά, που διαφεύγει. επίρρ... περισφαλῶς με τρόπο περισφαλή … Dictionary of Greek
περισφάλεια — ἡ, Α [περισφαλής] μεγάλη ολισθηρότητα … Dictionary of Greek
περισφαλῶν — περισφαλάω stagger pres part act masc voc sg περισφαλάω stagger pres part act neut nom/voc/acc sg περισφαλάω stagger pres part act masc nom sg (attic epic ionic) περισφαλάω stagger pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) περισφαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)